ολικός

ολικός
η , ό[ν]
1) целый; общий; всеобщий; полный;

ολική εκλειψις της Σελήνης — полное затмение луны;

2) совокупный, валовой;

ολική παραγωγή — валовая продукция


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ολικός" в других словарях:

  • ὁλικός — universal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολικός — ή, ό (ΑΜ ὁλικός, ή, όν) [όλος] καθολικός, γενικός, ολόκληρος, συνολικός («ολική έκλειψη τής σελήνης»). επίρρ... ολικώς και ά (ΑΜ ὁλικώς) καθ ολοκληρίαν, συνολικά …   Dictionary of Greek

  • ολικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όλο, ο γενικός, καθολικός, πλήρης: Ολική έκλειψη Σελήνης. 2. συνολικός: Ολικές δαπάνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραπυρ(ρ)ολικός — ή, ό, Ν 1. χημ. (για οργανικές ενώσεις) αυτός τού οποίου το μόριο περιέχει τέσσερεις πυρρολικούς δακτυλίους 2. φρ. «τετραπυρρολικά παράγωγα» (βιοχ.) τα διάφορα προϊόντα συμπύκνωσης τεσσάρων πυρρολικών δακτυλίων, όπως είναι οι πορφυρίνες, οι… …   Dictionary of Greek

  • ὁλικά — ὁλικός universal neut nom/voc/acc pl ὁλικά̱ , ὁλικός universal fem nom/voc/acc dual ὁλικά̱ , ὁλικός universal fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλικώτερον — ὁλικός universal adverbial comp ὁλικός universal masc acc comp sg ὁλικός universal neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλικωτάτων — ὁλικός universal fem gen superl pl ὁλικός universal masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλικωτέραις — ὁλικός universal fem dat comp pl ὁλικωτέρᾱͅς , ὁλικός universal fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλικωτέρων — ὁλικός universal fem gen comp pl ὁλικός universal masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλικῶν — ὁλικός universal fem gen pl ὁλικός universal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλικόν — ὁλικός universal masc acc sg ὁλικός universal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»